- ἐκφθέγγομαι
- ἐκ-φθέγγομαιutter a soundpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφθέγγομαι — ἐκφθέγγομαι (Α) μιλώ έντονα, λέγω, κράζω («βαθέης δ ἐκφθέγξατο δίνης», Όμηρ.) … Dictionary of Greek